σκαλίδρις

σκαλίδρις
σκαλίδρις
Grammatical information: f.
Meaning: a speckled wterbird, prob. resshank, Scolopax calidris (Arist. H. A. 593b).
Other forms: Also καλίδρις (v.l.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. a Pre-Greek word.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαλίδρις — και δ. γρφ. καλίδρις, ιος, ἡ, Α είδος πτηνού που ζει κοντά στις λίμνες και στους ποταμούς, πιθ. ο πελαργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. σύνθ. από τις λ. σκάλλω και ὕδωρ με σημ. «αυτός που σκαλίζει στο νερό», οπότε θα έπρεπε στην… …   Dictionary of Greek

  • σκαλίδρα — η, Ν ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών calidris και limicola, που απαντούν σε παράκτιους, συνήθως, υγροτόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκαλίδρις*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”